Τα διαγνωστικά εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ αξιοποιούν τις εξελίξεις στον τομέα της μοριακής επιστήμης, επενδύοντας σε εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό, υπερσύγχρονο εξοπλισμό και προηγμένες μεθόδους για τη διεξαγωγή μοριακών εργαστηριακών εξετάσεων.
Η μοριακή μέθοδος ανίχνευσης σε πολλές περιπτώσεις προτιμάται έναντι της απλής διαγνωστικής εργαστηριακής εξέτασης καθώς διαθέτει μεγαλύτερο βαθμό ευαισθησίας και ειδικότητας στη διάγνωση. Συγκεκριμένα παρέχει:
Ο μοριακός έλεγχος για τον ιό του Δυτικού Νείλου πραγματοποιείται για την ταχεία ανίχνευση του ιού καθώς και ως βοηθητική εξέταση για τη διάγνωση της λοίμωξης από τον ιό.
Άμεσα ανταποκρινόμενα στις έκτακτες υγειονομικές απαιτήσεις που προκάλεσε η πανδημία, τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ ανέπτυξαν ένα ολοκληρωμένο φάσμα υπηρεσιών για τη διάγνωση Covid-19, επενδύοντας σε υπερσύγχρονο εξοπλισμό, σε ειδικά διαμορφωμένες εγκαταστάσεις και σε εξειδίκευση του προσωπικού.
Στα εργαστήριά μας, διεξάγεται μοριακός έλεγχος Covid-19 με τη μέθοδο αναφοράς RT-PCR για τη διάγνωση ενεργού λοίμωξης από τον ιό SARS-COV-2, εξασφαλίζοντας:
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τον COVID-19 και τις διαθέσιμες εξετάσεις θα βρείτε στην ενότητα COVID-19 του site μας.
Στα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διεξάγεται μοριακός έλεγχος για ανίχνευση του ιού της γρίπης τύπου Α και τύπου Β (influenza virus A & B). Η μοριακή μέθοδος εξασφαλίζει άμεσο αποτέλεσμα με απόλυτη ακρίβεια, επιτρέποντας την έγκαιρη εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων θεραπείας και προφύλαξης.
Ο ιός της γρίπης έχει 4 στελέχη, δύο εκ των οποίων προσβάλλουν συχνότερα τον ανθρώπινο οργανισμό και είναι υπεύθυνα για τις εποχιακές επιδημίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ο ιός Α που διαθέτει τους γνωστούς και πιο κοινούς υποτύπους H1N1 και H3N2 κ.α και ο ιός Β που θεωρείται ηπιότερη μορφή γρίπης και εμφανίζεται περισσότερο στα παιδιά. Η μοριακή ανίχνευση των ιών της γρίπης διαθέτει ευαισθησία και ειδικότητα που αγγίζουν το 100%. Η μέθοδος αυτή ανιχνεύει εκτός από τον τύπο της γρίπης (Α ή Β) και τους διάφορους υποτύπους (H1N1, H3N2, H3N1 κ.α.).
Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν μοριακό έλεγχο για την ταυτόχρονη ανίχνευση:
Πολλές φορές τα συμπτώματα του COVID-19 μπορεί να μοιάζουν αρκετά με τον ιό της γρίπης. Ωστόσο, εκτός από τον ιό της πανδημίας του κορωνοϊού και την εποχική γρίπη, έρχεται να προστεθεί και ένας τρίτος λοιμώδης παράγοντας, ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV), με παρόμοια συμπτώματα, υψηλή μεταδοτικότητα και σημαντική πιθανότητα επιπλοκών.
Η πιθανή αλληλοεπικάλυψη των τριών αυτών ιών και η πιθανότητα ταυτόχρονης νόσησης δημιουργούν περισσότερους κινδύνους για την υγεία και απαιτούν ταχύτερη αντιμετώπιση. Για την αμεσότερη και εγκυρότερη διαφορική διάγνωση, η οποία απαιτείται στο πλαίσιο ανάγκης για εμπρόθεσμη λήψη στοχευμένης αγωγής και απομόνωσης του ασθενούς, διενεργείται ταυτόχρονος μοριακός έλεγχος για ανίχνευση του ιού SARS-COV-2, του ιού της γρίπης (Influenza A & B) και του ιού RSV.
Η μοριακή μέθοδος εξασφαλίζει υψηλή ακρίβεια και ταχύτητα του αποτελέσματος, επιτρέποντας την έγκαιρη εφαρμογή των κατάλληλων μέτρων θεραπείας και προφύλαξης.
Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διεξάγουν μοριακή εξέταση για την ανίχνευση της νόσου της κυστικής ίνωσης και την ταυτοποίηση πολυμορφισμών και μεταλλάξεων του γονιδίου, τόσο κατά τον προγεννητικό έλεγχο, όσο και στο πλαίσιο οικογενειακού ελέγχου, για την αναζήτηση πιθανών φορέων ή ασθενών στο οικογενειακό περιβάλλον.
Η κυστική ίνωση ή ινοκυστική νόσος είναι μια σοβαρή ασθένεια με προοδευτική επιδείνωση. Δεδομένου ότι δεν διατίθεται κάποια αποτελεσματική μέθοδος θεραπείας της νόσου, η πρόληψη αποτελεί τον μοναδικό τρόπο αντιμετώπισής της.
Ο μοριακός έλεγχος για την κυστική ίνωση προσφέρει τρία επίπεδα ευαισθησίας:
Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν πλήρη έλεγχο πηκτικότητας του αίματος, ο οποίος, εκτός του συνήθους πακέτου θρομβοφιλικού ελέγχου, περιλαμβάνει παράγοντες πήξης και έλεγχο γενετικών δεικτών.
Ο μοριακός έλεγχος θρομβοφιλίας ανιχνεύει τις γνωστές μεταλλάξεις σε παράγοντες πήξης, όπως αντιθρομβίνη, προθρομβίνη, πρωτεΐνη C και S, παράγοντες II, V, VII, X, XI, XII, XIII κ.α., οι οποίοι εμπλέκονται στον μηχανισμό πήξης του αίματος. Τα αίτια της θρομβοφιλίας ποικίλλουν. Υπάρχουν κληρονομικοί και επίκτητοι, προσωρινοί και μόνιμοι τύποι θρομβοφιλίας. Άτομα με ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό θρομβώσεων, καρδιοπαθείς και καρκινοπαθείς, πολυτραυματίες, γυναίκες με ιστορικό καθ’ έξιν αποβολών, που πρόκειται να λάβουν αγωγή με αντισυλληπτικά, ή που παρουσιάζουν ύποπτα σημεία και συμπτώματα σε οποιοδήποτε τρίμηνο της κύησης, κ.α. θεωρούνται αυξημένου κινδύνου και χρήζουν διευρυμένου θρομβοφιλικού ελέγχου.
Το ανθρώπινο λευκοκυτταρικό αντιγόνο HLA-B27 ανήκει στα αντιγόνα ιστοσυμβατότητας, τα οποία είναι πρωτεΐνες που υπάρχουν στην επιφάνεια κάθε εμπύρηνου κυττάρου. Οι πρωτεΐνες αυτές βοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα να ταυτοποιήσει τα κύτταρα του οργανισμού από τα ξένα και πιθανώς παθογόνα κύτταρα. Η μοριακή ανίχνευση των HLA συντελεί στη διάγνωση συγκεκριμένων ασθενειών, στη διερεύνηση συμβατότητας δότη/λήπτη μοσχμευμάτων καθώς και στον έλεγχο πατρότητας. Συγκεκριμένα το HLA-B27 ανιχνεύεται σε μικρό σχετικά ποσοστό του γενικού φυσιολογικού πληθυσμού, ωστόσο εντοπίζεται στην πλειονότητα ασθενών που πάσχουν από αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, σύνδρομο Reiter, ρευματοειδή αρθρίτιδα, συγγενή υπερπλασία επινεφριδίων, υποξεία θυρεοειδίτιδα κ.α.
Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν μοριακή ανίχνευση του ιού της ηπατίτιδας Β. Η ποσοτικοποίηση DNA του ιού επιτρέπει την επιβεβαίωση χρόνιας λοίμωξης, την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου και την αξιολόγηση αποτελεσματικότητας της αντιικής θεραπείας που ακολουθείται.
Η μοριακή διάγνωση του ιού HBV υπερέχει έναντι των λοιπών διαθέσιμων ορολογικών μεθόδων (αντιγόνο HBsAg και αντισώματα IgM) καθώς:
Οι πληροφορίες που δίνει η μοριακή διάγνωση είναι καθοριστικές για την πρόγνωση και την επιλογή του κατάλληλου θεραπευτικού σχήματος.
Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν μοριακή ανίχνευση του ιού της ηπατίτιδας C. Ο μοριακός έλεγχος ηπατίτιδας C με τη μέθοδο RT-PCR είναι δυνατό να ανιχνεύσει ακόμη και μικρές ποσότητες ιικού RNA στον ορό, προσφέροντας μεγαλύτερη αξιοπιστία έναντι απλής εργαστηριακής εξέτασης, ειδικά όταν τα επίπεδα ηπατικών ενζύμων είναι ελάχιστα αυξημένα ή όταν δεν έχουν αναπτυχθεί αντι-HCV αντισώματα.
Η εξέταση αυτή είναι ειδική για:
Ωστόσο, δεν είναι ειδική για τη διάγνωση χρόνιας λοίμωξης.
Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν μοριακό έλεγχο για την ανίχνευση του ιού HPV. Ο ιός ανθρώπινων θηλωμάτων HPV (Human Papillomavirus) αποτελεί τη συνηθέστερη σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη παγκοσμίως.
Ορισμένα στελέχη του ιού HPV χαρακτηρίζονται χαμηλού κινδύνου και προκαλούν κονδυλώματα και μικροαλλοιώσεις, ενώ κάποια άλλα θεωρούνται υψηλού κινδύνου, καθώς οδηγούν σε διάφορες μορφές καρκίνου, με συχνότερη τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας στις γυναίκες. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος προφύλαξης είναι ο εμβολιασμός. Το εμβόλιο αναπτύχθηκε τα τελευταία χρόνια και χορηγείται στην ηλικία 9-14 ετών.
Ο μοριακός έλεγχος HPV DNA συστήνεται για την περαιτέρω διερεύνηση γυναικών με μη φυσιολογικό αποτέλεσμα τεστ ΠΑΠ, στο οποίο αναφέρονται ατυπία κυττάρων ή ενδοεπιθηλιακές βλάβες, διαθέτει μεγαλύτερο βαθμό ευαισθησίας στη διάγνωση έναντι του τεστ ΠΑΠ και διακρίνει αν το DNA του ιού αντιστοιχεί στην ομάδα στελεχών υψηλού ή χαμηλού κινδύνου.
Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν μοριακό εργαστηριακό έλεγχο για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (ΣΜΝ). Τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα συνιστούν κοινό κίνδυνο για τη δημόσια υγεία. Τα νοσήματα αυτά αποτελούν κοινές λοιμώξεις από βακτήρια, ιούς, παράσιτα και μύκητες. Τα γνωστότερα εξ αυτών είναι χλαμύδια, γονόρροια, σύφιλη, έρπης, ηπατίτιδα, HIV/AIDS, μυκόπλασμα, ουρεόπλασμα, τριχομονάδες.
Μεταδίδονται κυρίως με τη σεξουαλική επαφή και είναι δυνατό να μη γίνουν αντιληπτά, καθώς πολλές φορές ο ασθενής είναι ασυμπτωματικός. Ωστόσο προκαλούν υπογονιμότητα, απορρυθμίζουν τη λειτουργία του ανοσοποιητικού, προκαλούν ενοχλήσεις και μπορεί να αποβούν επικίνδυνα για τον οργανισμό σε βάθος χρόνου.
Η πρώιμη ανίχνευσή τους είναι εξαιρετικά σημαντική, για τον περιορισμό εξάπλωσής τους και για την έγκαιρη φαρμακευτική αντιμετώπιση της λοίμωξης, προτού εξελιχθεί σε χρόνιο νόσημα ή παρουσιάσει σοβαρές επιπλοκές στον οργανισμό.
Ο μοριακός έλεγχος για ΣΜΝ συστήνεται έναντι της κοινής μεθόδου σε άτομα με ειδικά συμπτώματα, σε άτομα που έχουν έρθει σε επαφή με άτομο διαγνωσμένο ή που φοβούνται ότι μπορεί να έχουν εκτεθεί σε μολυσματικό παράγοντα.
Διαθέτει μεγαλύτερο δείκτη ευαισθησίας και ειδικότητας έναντι της απλής εξέτασης και η μέθοδος δειγματοληψίας είναι ευκολότερη και πιο ανεκτή για τον ασθενή.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, ανατρέξτε στην ενότητα Eιδικές Εξετάσεις > Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν μοριακό έλεγχο για την ανίχνευση των μορίων HLA-DQ2 ή HLA-DQ8 που κωδικοποιούνται από τα γονίδια HLA-DQA1 και HLA-DQB1, τα οποία ενοχοποιούνται για την εκδήλωση κοιλιοκάκης (Celiac Disease, CD).
Η κοιλιοκάκη είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα το οποίο είναι δυνατό να ενεργοποιηθεί σε ασθενείς με γενετική προδιάθεση. Ο μηχανισμός της νόσου επηρεάζει τη λειτουργία του εντερικού συστήματος δυσχεραίνοντας την πέψη τροφών που περιέχουν γλουτένη.
Η παρουσία γονιδίου δεν συνεπάγεται αυτομάτως εμφάνιση της νόσου, καθώς μόνο ένα μικρό ποσοστό ατόμων με θετικό αποτέλεσμα αναμένεται να αναπτύξει κοιλιοκάκη. Η απουσία και των δύο γονιδίων στον εξεταζόμενο όμως αποκλείει πρακτικά την πιθανότητα ασθένειας, καθώς διαθέτει προγνωστική αξία άνω του 99%.
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται αποσπασματικά έναντι των φυσιολογικών τιμών αναφοράς που θα βρείτε στην ανάλυσή σας. Στο εργαστήριο ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τα αποτελέσματα των εξετάσεών σας και επικοινωνούμε με τον θεράποντά σας, εφόσον το επιθυμείτε, για την καλύτερη δυνατή ιατρική σας φροντίδα.
Το εξειδικευμένο μας προσωπικό βρίσκεται στη διάθεσή σας, για να σας παρέχει αναλυτικές οδηγίες πριν από κάθε εξέταση, καθώς και για περαιτέρω ανάλυση των αποτελεσμάτων σας.