Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν όλο το φάσμα ορμονολογικών εξετάσεων. Τα επίπεδα ορμονών έχουν ιδιαίτερη κλινική σημασία, καθώς ρυθμίζουν σημαντικές λειτουργίες του οργανισμού, τον μεταβολισμό, τη γονιμότητα, το νευρικό σύστημα, την εμφάνιση και τη συμπεριφορά. Οι ασθενείς λαμβάνουν ειδικές οδηγίες νηστείας και αποχής από φάρμακα και λοιπές ουσίες πριν τη διενέργεια των περισσότερων ορμονικών ελέγχων.
Εξετάσεις Θυρεοειδούς
Οι εξετάσεις λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα αποτελούν τον πιο κοινό ορμονικό έλεγχο. Ο θυρεοειδής ρυθμίζει τη λειτουργία του μεταβολισμού και τη διάθεση. Μη φυσιολογικά επίπεδα σε κάποιες από τις ορμόνες, τα αντιγόνα και τα αντισώματα του παραθυρεοειδούς είναι ενδεικτικά για υποθυρεοειδισμό, υπερθυρεοειδισμό ή άλλες βλάβες.
Η θυρεοειδοτρόπος (ή θυρεοτρόπος) ορμόνη παράγεται στην υπόφυση, ρυθμίζεται από την ορμόνη απελευθέρωσης της θυρεοτρόπου ορμόνης (TRH) και είναι υπεύθυνη για τη σύνθεση και έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών. Η μέτρησή της χρησιμοποιείται στη διάγνωση και στην τακτική παρακολούθηση περιστατικών υπό- ή υπερθυρεοειδισμού.
Η μέτρηση τριιωδοθυρονίνης χρησιμοποιείται συμπληρωματικά στον έλεγχο υπερθυρεοειδισμού σε ασθενείς με χαμηλές τιμές θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH).
Η μέτρηση θυροξίνης χρησιμοποιείται στην παρακολούθηση παθήσεων του θυρεοειδούς.
Η ελεύθερη τριιωδοθυρονίνη χρησιμοποιείται στη διάγνωση υπερθυρεοειδισμού αλλά και του υποθυροειδισμού, συχνά σε συνδυασμό με μέτρηση της FT4 και της TSH.
Η αυξημένη τιμή ελεύθερης θυροξίνης είναι ενδεικτική για υπερθυρεοειδισμό και η μειωμένη τιμή για υποθυρεοειδισμό.
Ο δείκτης ελεύθερης θυροξίνης μετρά τα επίπεδα κυκλοφορούσας ελεύθερης θυροξίνης, βάσει επιπέδων ολικής θυροξίνης και της δεσμευτικής ικανότητας των πρωτεϊνών.
Η εξέταση θυρεοσφαιρίνης χρησιμοποιείται επί συμπτωμάτων υπερθυρεοειδισμού, διόγκωσης του θυρεοειδούς και στην αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας θεραπείας ή υποτροπής.
Η μέτρηση της θυρεοδεσμευτικής σφαιρίνης δεν συνίσταται στον τακτικό έλεγχο, ωστόσο δίνει πληροφορίες σχετικά με την πιθανότητα κάποιας κληρονομούμενης διαταραχής και χρησιμοποιείται στη διαφοροδιάγνωση πραγματικών διαταραχών του θυρεοειδούς από τις απλές διακυμάνσεις που μπορεί να συμβούν λόγω λήψης αντισυλληπτικών ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η μέτρηση των αντιμικροσωμιακών αντισωμάτων χρησιμοποιείται για την εργαστηριακή διάγνωση αυτοάνοσων νοσημάτων του θυρεοειδούς.
Η μέτρηση των αντιθυρεοσφαιρινικών αντισωμάτων χρησιμοποιείται στη διάγνωση αυτοάνοσων νοσημάτων του θυρεοειδούς.
Η μέτρηση των αντισωμάτων έναντι υποδοχέων της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης χρησιμοποιούνται στη διάγνωση αυτοάνοσων νοσημάτων του θυρεοειδούς, όπως η νόσος Graves και προτιμάται σε περιπτώσεις που αντενδείκνυται ο έλεγχος του θυρεοειδούς με ραδιοϊσότοπα, όπως κατά τη διάρκεια της κύησης και του θηλασμού.
Επίπεδα ορμονών
Η μέτρηση της 17-υδροξυπρογεστερόνης χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση της υπερτρίχωσης και της υπογονιμότητας (αρρενοποίηση), απαντάται αυξημένη σε ασθενείς με συγγενή υπερπλασία των επινεφριδίων και αποτελεί δείκτη διάγνωσης ή αποκλεισμού ορισμένων τύπων όγκων των επινεφριδίων, αλλά και των ωοθηκών στις γυναίκες. Προέρχεται από τη προγεστερόνη και αποτελεί πρόδρομο μεταβολίτη στη σύνθεση της κορτιζόλης. Η έλλειψη ενζύμων 21-υδροξυλάσης και 11-υδροξυλάσης προκαλούν υψηλά επίπεδα 17-OHP, ενώ κάποιες ασθένειες και η παρουσία υψηλών επιπέδων άγχους είναι επίσης δυνατό να δράσουν αυξητικά στα επίπεδά της.
Η μέτρηση της Φλοιοεπινεφριδιοτρόπου ορμόνης χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση των αιτίων υπερκορτιζολαιμίας ή υποκορτιζολαιμίας και είναι ενδεικτική για διάφορα νοσήματα όπως σύνδρομο Cushing, αδένωμα υπόφυσης, κτλ. Είναι σημαντικό ο έλεγχος να διενεργείται το πρωί.
Γνωστή και ως αγγειοπιεσίνη, η ορμόνη αυτή είναι ενδεικτική για τη διερεύνηση της αρτηριακής πίεσης και μετριέται είτε στο αίμα είτε στα ούρα.
Η αντιμυλλέριος ορμόνη σχετίζεται με τη γυναικεία γονιμότητα. Αποτελεί δείκτη ωοθυλακικής εφεδρείας, καθώς αξιολογεί το απόθεμα ωοθυλακίων στις ωοθήκες και προγνωστικό παράγοντα απόκρισης στην εξωσωματική γονιμοποίηση. Παράλληλα χρησιμοποιείται ως συμπληρωματικός δείκτης δυσλειτουργίας των ωοθηκών ως επί συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών αλλά και ως καρκινικός δείκτης.
Η μέτρηση του πεπτιδίου C δίνει πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή και την αξιοποίηση της ινσουλίνης από τον οργανισμό, για τη λειτουργία του παγκρέατος, αποτελεί διαγνωστικό δείκτη του είδους διαβήτη από τον οποίο μπορεί να πάσχει ένας οργανισμός και δείκτη παρακολούθησης παγκρεατικών όγκων.
Η μέτρηση του πεπτιδίου C δίνει πληροφορίες σχετικά με την παραγωγή και την αξιοποίηση της ινσουλίνης από τον οργανισμό, για τη λειτουργία του παγκρέατος, αποτελεί διαγνωστικό δείκτη του είδους διαβήτη από τον οποίο μπορεί να πάσχει ένας οργανισμός και δείκτη παρακολούθησης παγκρεατικών όγκων.
Η ορμόνη αυτή συνδέεται με την αύξηση παραγωγής ανδρογόνων και οιστρογόνων, επηρεάζοντας μια σειρά από λειτουργίες του οργανισμού όπως ανάπτυξη, μεταβολισμός, γονιμότητα, οστική πυκνότητα κ.α.
Η μέτρηση της θειικής δεϋδροεπιανδροστερόνης σχετίζεται με τις τιμές ανδρογόνων και εντέλλεται μεταξύ άλλων στο πλαίσιο ελέγχου της λειτουργίας των επινεφριδίων, σε περιπτώσεις αμηνόρροιας, υπογονιμότητας, καθώς και στην παρακολούθηση ανάπτυξης των παιδιών.
Η θυλακιοτρόπος ορμόνη χρησιμεύει στον έλεγχο της γυναικείας ανάπτυξης, της γονιμότητας, και σχετιζόμενων διαταραχών και στους άντρες στην ωρίμανση των σπερματοζωαρίων. Έχει κλινική σημασία ως συμπληρωματικός δείκτης και στη διερεύνηση διαφόρων άλλων παθήσεων.
Η ωχρινοτρόπος ορμόνη είναι υπεύθυνη για την ωρίμανση των ωαρίων στις γυναίκες και για τη σπερματογένεση στους άνδρες. Διαθέτει κλινική σημασία και σε διάφορες άλλες παθήσεις.
Η δεσμευτική πρωτεΐνη 3 του Ινσουλινόμορφου Αυξητικού Παράγοντα αποτελεί αξιόπιστο δείκτη των επιπέδων της αυξητικής ορμόνης, η οποία είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη του οργανισμού, ωστόσο δεν είναι δυνατό να μετρηθεί με ακρίβεια λόγω υψηλών διακυμάνσεών της εντός του 24ωρου.
Η μέτρηση της δραστικότητας ρενίνης παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τη διερεύνηση των αιτίων αρτηριακής πίεσης και επηρεάζεται από τα επίπεδα νατρίου στον οργανισμό και από διαιτολογικούς παράγοντες. Αποτελεί συμπληρωματικό δείκτη για τη λειτουργία των νεφρών.
Η μέτρηση προγεστερόνης χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση του κύκλου ωορρηξίας, της γονιμότητας και της κύησης, καθώς και ως συμπληρωματικός δείκτης για τη λειτουργία των επινεφριδίων.
Η μέτρηση της προλακτίνης συστήνεται για την παρακολούθηση της γονιμότητας και της λειτουργίας της υπόφυσης. Οι αυξημένες τιμές προλακτίνης συνδέονται συχνά με υψηλά επίπεδα στρες, υπογοναδισμό, οστεοπόρωση κ.α.
Η δεσμευτική σφαιρίνη φυλετικών ορμονών ρυθμίζει τις φυλετικές ορμόνες και η μέτρησή της είναι χρήσιμη στην περίπτωση αυξημένων ανδρογόνων στις γυναίκες, αλλά και στην παρακολούθηση αντίστασης στην ινσουλίνη και στην αξιολόγηση κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων και διαβήτη.
Η μέτρηση του βανιλλυμανδελικού οξέος στα ούρα χρησιμοποιείται στη διερεύνηση της υπέρτασης αλλά και στην παιδιατρική ογκολογία.
Η αγγειοτενσίνη ρυθμίζει την ισορροπία υγρών και ηλεκτρολυτών και οι αυξημένες τιμές της είναι υπεύθυνες για πολλούς τύπους υπέρτασης.
Η αλδοστερόνη αποτελεί ρυθμιστή της αρτηριακής πίεσης και η μέτρησή της γίνεται τόσο στο πλάσμα αίματος όσο και στα ούρα.
Η αλδοστερόνη αποτελεί ρυθμιστή της αρτηριακής πίεσης και η μέτρησή της γίνεται τόσο στο πλάσμα αίματος όσο και στα ούρα.
Το Άλφα Τεστ ή τριπλό τεστ διενεργείται στο πλαίσιο προγεννητικού ελέγχου κατά το 2ο τρίμηνο κύησης και αποτελεί πρόδρομο δείκτη χρωμοσωμικών ανωμαλιών.
Η αυξητική ορμόνη είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη του οργανισμού. Αποτελεί συμπληρωματικό δείκτη για μια σειρά από παθήσεις.
Τα επίπεδα ανδροστενδιόνου ορού είναι ενδεικτικά υπερπαραγωγής ανδρογόνων, επινεφριδιακών διαταραχών, όγκων, διαταραχών γονιμότητας, ή χρήσης αναβολικών στεροειδών.
Τα επίπεδα ινσουλίνης ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και χρησιμεύουν στη διάγνωση και παρακολούθηση του διαβήτη και παθήσεων του πεπτικού.
Η μέτρηση της καλσιτονίνης χρησιμεύει στη διερεύνηση όζων του θυρεοειδούς, αποτελεί κλινικό δείκτη για μυελώδες καρκίνωμα θυρεοειδούς, χρησιμεύει στη διερεύνηση όγκων και στη μετεγχειρητική παρακολούθηση για πιθανή υποτροπή, καθώς και σε μια σειρά από καλοήθειες παθήσεις.
Η μέτρηση κατεχολαμίνης έχει κλινική σημασία στη διερεύνηση της ιδιοπαθούς ή ορθοστατικής υπότασης καθώς και ως δευτερεύων δείκτης στη διερεύνηση όγκων. Τα επίπεδα είναι δυνατό να παρουσιάζουν υψηλές διακυμάνσεις εντός του 24ώρου ανάλογα μετά από έντονη σωματική άσκηση, απώλεια αίματος κ.α.
Συμπληρωματική εξέταση για τη διάγνωση συγκεκριμένων τύπων όγκων και παθήσεων του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Τα επίπεδα κορτιζόλης παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων, τα αίτια υπέρτασης, απορρύθμισης του σακχάρου, απώλειας μυϊκής μάζας ή παχυσαρκίας, αντίστασης στην ινσουλίνη, οστεοπόρωσης κ.α. Η ορμόνη αυτή συνδέεται με αυξημένα επίπεδα στρες, κατάθλιψη και ευθύνεται για καταστάσεις όπως απώλεια μνήμης, μειωμένη λειτουργία ανοσοποιητικού και κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων ασθενειών.
Τα επίπεδα κορτιζόλης παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία του φλοιού των επινεφριδίων, τα αίτια υπέρτασης, απορρύθμισης του σακχάρου, απώλειας μυϊκής μάζας ή παχυσαρκίας, αντίστασης στην ινσουλίνη, οστεοπόρωσης κ.α. Η ορμόνη αυτή συνδέεται με αυξημένα επίπεδα στρες, κατάθλιψη και ευθύνεται για καταστάσεις όπως απώλεια μνήμης, μειωμένη λειτουργία ανοσοποιητικού και κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων ασθενειών.
Η μέτρηση της λεπτίνης χρησιμοποιείται στη διερεύνηση διακυμάνσεων του σωματικού βάρους και διαταραχών του μεταβολισμού.
Η μέτρηση μετανεφρινών χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση της λειτουργίας των επινεφριδίων.
Η μέτρηση μετανεφρινών χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση της λειτουργίας των επινεφριδίων.
Η μέτρηση της οιστραδιόλης χρησιμοποιείται στη διερεύνηση υπογονιμότητας και διαταραχών της εμμήνου ρύσης.
Η μέτρηση της οιστριόλης πραγματοποιείται στο πλαίσιο προγεννητικού ελέγχου κατά τη διάρκεια του 2ου τριμήνου κύησης, καθώς και στο πλαίσιο διαταραχών της γονιμότητας, της ανάπτυξης και πιθανών όγκων.
Η μέτρηση της οιστρόνης χρησιμοποιείται για την παρακολούθηση της πρώιμης ή καθυστερημένης ήβης και της μετεμμηνοπαυσικής ηλικίας στις γυναίκες.
Η μέτρηση της παραθορμόνης χρησιμεύει στη διερεύνηση της λειτουργίας του παραθυρεοειδούς αδένα και η αύξησή της συνδέεται συχνά με χαμηλά επίπεδα ασβεστίου.
Η ρενίνη σχετίζεται με τη λειτουργία των νεφρών και αποτελεί διαγνωστικό δείκτη κάποιων τύπων υπέρτασης.
Η μέτρηση σεροτονίνης έχει ευρύ διαγνωστικό φάσμα και χρησιμοποιείται στη διάγνωση υπέρτασης, ημικρανίας, κοιλιοκάκης καθώς και στην παρακολούθηση θεραπείας καρκινοειδών όγκων.
Η μέτρηση σεροτονίνης έχει ευρύ διαγνωστικό φάσμα και χρησιμοποιείται στη διάγνωση υπέρτασης, ημικρανίας, κοιλιοκάκης καθώς και στην παρακολούθηση θεραπείας καρκινοειδών όγκων.
Η μέτρηση σωματομεδίνης χρησιμοποιείται για τη διερεύνηση αναπτυξιακών διαταραχών και για μεγαλύτερη διαγνωστική ακρίβεια ανεπάρκειας της αυξητικής ορμόνης.
Η μέτρηση της πρωτεΐνης PAPP-a στο αίμα και της ελεύθερης β χοριακής γοναδοτροπίνης κατά το πρώτο τρίμηνο χρησιμοποιείται για την εκτίμηση του κινδύνου Σύνδρομου Down και τρισωμίας 18.
Η β-χοριακή γοναδοτροπίνη χρησιμοποιείται για τη επιβεβαίωση της κύησης και την παρακολούθηση της πορείας της. Τα εργαστήρια ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ διενεργούν τη μέτρηση ελεύθερης β-HCG με τη μέθοδο Cryptor στον αναλυτή Brahms που αποτελεί μέθοδο αναφοράς.
Η μέτρηση τεστοστερόνης χρησιμοποιείται στη διερεύνηση υπερπαραγωγής ανδρογόνων. Τα επίπεδα ελεύθερης τεστοστερόνης συνδέονται με τα επίπεδα της δεσμευτικής ορμόνης SHBG.
Η ολική τεστοστερόνη είναι η τεστοστερόνη που κυκλοφορεί στο αίμα δεσμευμένη από την SHBG. Υψηλότερη κλινική σημασία έχει η ελεύθερη τεστοστερόνη.
Η β-χοριακή γοναδοτροπίνη χρησιμοποιείται για τη επιβεβαίωση της κύησης και την παρακολούθηση της πορείας της.
Η χρωμογρανίνη Α χρησιμοποιείται στην παρακολούθηση νευροενδοκρινών όγκων και διαφόρων τύπων νεοπλασιών, όπως προστάτη και πνεύμονα.
Τα αποτελέσματα των εργαστηριακών εξετάσεων δεν πρέπει να ερμηνεύονται αποσπασματικά έναντι των φυσιολογικών τιμών αναφοράς που θα βρείτε στην ανάλυσή σας. Στο εργαστήριο ΒΙΟΕΛΕΓΧΟΣ απαντάμε σε κάθε σας απορία σχετικά με τα αποτελέσματα των εξετάσεών σας και επικοινωνούμε με τον θεράποντά σας, εφόσον το επιθυμείτε, για την καλύτερη δυνατή ιατρική σας φροντίδα.
Το εξειδικευμένο μας προσωπικό βρίσκεται στη διάθεσή σας, για να σας παρέχει αναλυτικές οδηγίες πριν από κάθε εξέταση, καθώς και για περαιτέρω ανάλυση των αποτελεσμάτων σας.